- οδοντοτεχνία
- η [οδοντοτέχνης]η τέχνη τής κατασκευής τεχνητών δοντιών ή οδοντοστοιχιών, η τέχνη τού οδοντοτεχνίτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οδοντοτεχνία — οδοντοτεχνία, η και οδοντοτεχνική, η η τέχνη της κατασκευής τεχνητών δοντιών και οδοντοστοιχιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οδοντοτεχνικός — ή, ό [οδοντοτεχνία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοτεχνία ή στον οδοντοτεχνίτη 2. το θηλ. ως ουσ. η οδοντοτεχνική η τέχνη τής κατασκευής από ειδικό υλικό τεχνητών δοντιών και οδοντοστοιχιών, αλλ. οδοντοτεχνία … Dictionary of Greek
βιτάλιο — Εμπορική ονομασία κράματος από κοβάλτιο (65%), χρώμιο (25%), μολυβδαίνιο (6%) και από διάφορα άλλα στοιχεία σε μικρές αναλογίες (σίδηρο, νικέλιο κ.ά.). Χρησιμοποιείται στη χειρουργική και την οδοντοτεχνία και ιδιαίτερα στην κατασκευή πτερυγίων… … Dictionary of Greek
οδοντοτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοτεχνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)